οπλοφορία

οπλοφορία
η
το να έχει κανείς επάνω του όπλο: Άδεια οπλοφορίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπλοφορία — η (Μ ὁπλοφορία) [οπλοφόρος] το να φέρει κανείς όπλο («άδεια οπλοφορίας») …   Dictionary of Greek

  • σιδηροφορία — η, ΝΜ [σιδηροφόρος] (για πολεμιστή) 1. το να φέρει κανείς σιδερένια όπλα 2. συνεκδ. η οπλοφορία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”